ακατούρητος

ακατούρητος
-η, -ο
1. αυτός που δεν κατούρησε: Δεν πρέπει να μένει τόσες ώρες ακατούρητος.
2. αυτός που δε λερώθηκε με ούρα: Αυτή τη φορά το μωρό ήταν ακατούρητο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακατούρητος — η, ο και ακατούριγος, η, ο [κατουρώ] 1. αυτός που δεν έχει ουρήσει (ή δεν έχει αποπατήσει) 2. εκείνος που δεν έχει βραχεί, δεν έχει βρομιστεί με ούρα «κατουρημένες κι ακατούριγες (αγγουρόφλουδες) τίς έφαγε» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”